Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


statolatrìa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [statolaˈtria]

1 λατρεία του κράτους
2 κρατισμός
3 λατρεία συγκεντρωτισμού
4 συνηγορία συγκεντρωτικής εξουσίας


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  statolatra statolder  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

statizzare (ρ. μτβ.)
statizzazione (θηλ.ουσ)
stato (ουσ αρσ )
statocisti (θηλ.ουσ)
statolatra (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
statolatria (θηλ.ουσ)
statolder (ουσ αρσ )
statolderato (ουσ αρσ )
statolite (ουσ αρσ )
statolitico (επίθ.)
statolito (ουσ αρσ )
statore (ουσ αρσ )
statoreattore (ουσ αρσ )
statoscopio (ουσ αρσ )
statua (θηλ.ουσ)
statuale (επίθ.)
statuaria (θηλ.ουσ)
statuario (αρσ. επίθ και ουσ)
statuetta (θηλ.ουσ)
statuire (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---