Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


statalìsmo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [stataˈlizmo]

1 συγκεντρωτισμός
2 συγκεντρωτική διοίκηση
3 κρατισμός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  statale statalista  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

stasera (επίρ.)
stasi (θηλ.ουσ)
stasimo (ουσ αρσ )
statale (ουσ αρσ και θηλ.)
statale (επίθ.)
statalismo (ουσ αρσ )
statalista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
statalistico (επίθ.)
statere (ουσ αρσ )
statica (θηλ.ουσ)
staticità (θηλ.ουσ)
statico (επίθ.)
statino (ουσ αρσ )
statista (ουσ αρσ και θηλ.)
statistica (θηλ.ουσ)
statistico (ουσ αρσ )
statistico (επίθ.)
stativo (αρσ. επίθ και ουσ)
statizzare (ρ. μτβ.)
statizzazione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---