statàle
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [staˈtale]
ο δημόσιος υπάλληλος
statàle
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [staˈtale]
κρατικός (-ή, -ό), δημόσιος (-α, -ο)
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [staˈtale]
ο δημόσιος υπάλληλος
statàle
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [staˈtale]
κρατικός (-ή, -ό), δημόσιος (-α, -ο)
permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα
amministrazione [θηλ.] statale = η κρατική διαχείριση || impiegato [αρσ.] statale = ο δημόσιος υπάλληλος
statale (ουσ αρσ και θηλ.)
statale (επίθ.)

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android