Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


statàle  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [staˈtale]

ο δημόσιος υπάλληλος

statàle  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [staˈtale]

κρατικός (-ή, -ό), δημόσιος (-α, -ο)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  stasimo statalismo  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


amministrazione [θηλ.] statale = η κρατική διαχείριση || impiegato [αρσ.] statale = ο δημόσιος υπάλληλος


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

starter (ουσ αρσ )
stasare (ρ. μτβ.)
stasera (επίρ.)
stasi (θηλ.ουσ)
stasimo (ουσ αρσ )
statale (ουσ αρσ και θηλ.)
statale (επίθ.)
statalismo (ουσ αρσ )
statalista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
statalistico (επίθ.)
statere (ουσ αρσ )
statica (θηλ.ουσ)
staticità (θηλ.ουσ)
statico (επίθ.)
statino (ουσ αρσ )
statista (ουσ αρσ και θηλ.)
statistica (θηλ.ουσ)
statistico (ουσ αρσ )
statistico (επίθ.)
stativo (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---