Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόstàsi
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ˈstasi] 1 ακινησία 2 λίμνασμα 3 τελμάτωση 4 στάση (ιατρική) 5 στασιμότητα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |