Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


stanzìno  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [stanˈtsino]

1 δωμάτιο λουτρού
2 λουτρό
3 τουαλέτα
4 αποθήκη
5 καμαρίνι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  stanziatore stapedio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

stanzialmente (επίρ.)
stanziamento (ουσ αρσ )
stanziare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
stanziarsi (ρ.μ. (αντων.))
stanziatore (αρσ. επίθ και ουσ)
stanzino (ουσ αρσ )
stapedio (αρσ. επίθ και ουσ)
stappare (ρ. μτβ.)
star (θηλ.ουσ)
stare (ρ.αμτβ.)
starna (θηλ.ουσ)
starnare (ρ. μτβ.)
starnazzare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
starnutamento (ουσ αρσ )
starnutatorio (επίθ.)
starnutire (ρ.αμτβ.)
starnuto (ουσ αρσ )
starter (ουσ αρσ )
stasare (ρ. μτβ.)
stasera (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---