Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόstànnico
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [ˈstanniko] 1 κασσιτερούχος (με σθένος 4) 2 ο του τετρασθενούς κασσιτέρου permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |