Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόstannóso
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [stanˈnoso], [stanˈnozo] κασσιτερούχος (με σθένος 2) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |