Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


stannìte  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [stanˈnite]

ορυκτό κασσιτέρου


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  stannifero stannoso  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

stanghetta (θηλ.ουσ)
stangone (ουσ αρσ )
stannato (επίθ.)
stannico (επίθ.)
stannifero (επίθ.)
stannite (θηλ.ουσ)
stannoso (επίθ.)
stanotte (επίρ.)
stante (πρόθ.)
stantio (αρσ. επίθ και ουσ)
stantuffo (ουσ αρσ )
stanza (θηλ.ουσ)
stanziabile (επίθ.)
stanziale (επίθ.)
stanzialmente (επίρ.)
stanziamento (ουσ αρσ )
stanziare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
stanziarsi (ρ.μ. (αντων.))
stanziatore (αρσ. επίθ και ουσ)
stanzino (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---