stanghétta
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [stanˈgetta]
1 ράβδος που πιάνει τα γυαλιά στα αυτιά
2 γραμμή που χωρίζει τα μουσικά μέτρα (στο πεντάγραμμο)
3 μικρή μπάρα
4 μικρή ράβδος
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [stanˈgetta]
1 ράβδος που πιάνει τα γυαλιά στα αυτιά
2 γραμμή που χωρίζει τα μουσικά μέτρα (στο πεντάγραμμο)
3 μικρή μπάρα
4 μικρή ράβδος
permalink
stanghetta (θηλ.ουσ)

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android