Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόstànga
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ˈstanga] 1 δοκός 2 ψηλός και αδύνατος άνθρωπος 3 άξονας οχήματος 4 ράβδος 5 αμπάρα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |