Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


stangàre  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [stanˈgare]

1 χτυπώ ρυθμικά
2 σφαλίζω
3 αποτυγχάνω (σε μάθημα)
4 πληρώνω πολλά
5 αποκλείω
6 μπλοκάρω
7 μανταλώνω
8 αμπαρώνω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  stanga stangata  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

standardizzare (ρ. μτβ.)
standardizzato (επίθ.)
standardizzazione (θηλ.ουσ)
standista (ουσ αρσ και θηλ.)
stanga (θηλ.ουσ)
stangare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
stangata (θηλ.ουσ)
stanghetta (θηλ.ουσ)
stangone (ουσ αρσ )
stannato (επίθ.)
stannico (επίθ.)
stannifero (επίθ.)
stannite (θηλ.ουσ)
stannoso (επίθ.)
stanotte (επίρ.)
stante (πρόθ.)
stantio (αρσ. επίθ και ουσ)
stantuffo (ουσ αρσ )
stanza (θηλ.ουσ)
stanziabile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---