Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


stand  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈstɛnd]

1 κερκίδα γηπέδου
2 σκεπασμένη κερκίδα
3 περίπτερο έκθεσης


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  stanco standard  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

stancare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
stancarsi (ρ.μ. (αντων.))
stanchevole (επίθ.)
stanchezza (θηλ.ουσ)
stanco (επίθ.)
stand (ουσ αρσ )
standard (ουσ αρσ )
standard (επίθ.)
standardizzare (ρ. μτβ.)
standardizzato (επίθ.)
standardizzazione (θηλ.ουσ)
standista (ουσ αρσ και θηλ.)
stanga (θηλ.ουσ)
stangare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
stangata (θηλ.ουσ)
stanghetta (θηλ.ουσ)
stangone (ουσ αρσ )
stannato (επίθ.)
stannico (επίθ.)
stannifero (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---