Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόstand
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈstɛnd] 1 κερκίδα γηπέδου 2 σκεπασμένη κερκίδα 3 περίπτερο έκθεσης permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |