Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


stanchévole  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [stanˈkevole]

1 ανιαρός
2 πληκτικός
3 βαρετός
4 πληχτικός
5 μονότονος
6 εξοντωτικός
7 κουραστικός
8 επίμοχθος
9 εργώδης
10 επίπονος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  stancarsi stanchezza  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

stanca (θηλ.ουσ)
stancabile (επίθ.)
stancamente (επίρ.)
stancare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
stancarsi (ρ.μ. (αντων.))
stanchevole (επίθ.)
stanchezza (θηλ.ουσ)
stanco (επίθ.)
stand (ουσ αρσ )
standard (ουσ αρσ )
standard (επίθ.)
standardizzare (ρ. μτβ.)
standardizzato (επίθ.)
standardizzazione (θηλ.ουσ)
standista (ουσ αρσ και θηλ.)
stanga (θηλ.ουσ)
stangare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
stangata (θηλ.ουσ)
stanghetta (θηλ.ουσ)
stangone (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---