Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόstànco
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [ˈstanko] κουρασμένος (-η, -ο) permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαessere stanco morto = είμαι πτώμα || stanco morto = ψόφιος στην κούραση Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |