Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόstampinatùra
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [stampinaˈtura] 1 αναπαραγωγή από stencil 2 μαρκάρισμα 3 σταμπάρισμα 4 σφράγιση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |