Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


stampìsta  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [stamˈpista]

1 εργάτης κατασκευής προὶόντων από συμπίεση καλουπιών
2 καλουπατζής


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  stampino stampo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

stampigliare (ρ. μτβ.)
stampigliatrice (θηλ.ουσ)
stampigliatura (θηλ.ουσ)
stampinatura (θηλ.ουσ)
stampino (ουσ αρσ )
stampista (ουσ αρσ και θηλ.)
stampo (ουσ αρσ )
stampone (ουσ αρσ )
stanare (ρ. μτβ.)
stanca (θηλ.ουσ)
stancabile (επίθ.)
stancamente (επίρ.)
stancare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
stancarsi (ρ.μ. (αντων.))
stanchevole (επίθ.)
stanchezza (θηλ.ουσ)
stanco (επίθ.)
stand (ουσ αρσ )
standard (ουσ αρσ )
standard (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---