Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόstampìsta
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [stamˈpista] 1 εργάτης κατασκευής προὶόντων από συμπίεση καλουπιών 2 καλουπατζής permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |