Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

riflùsso (ουσ αρσ ) rifornìre (ρ. μτβ.)
rifocillaménto (ουσ αρσ ) rifornirsi (ρ.μ. (αντων.))
rifocillàre (ρ. μτβ.) rifornitóre (αρσ. επίθ και ουσ)
rifocillarsi (ρ.μ. (αντων.)) rifornitùra (θηλ.ουσ)
rifoderàre (ρ. μτβ.) rifrangènte (επίθ.)
rifondàre (ρ. μτβ.) rifrangènza (θηλ.ουσ)
rifóndere (ρ. μτβ.) rifràngere (ρ. μτβ.)
rifondìbile (επίθ.) rifrangersi (ρ.μ. (αντων.))
rifonditóre (αρσ. επίθ και ουσ) rifrangìbile (επίθ.)
rifórma (θηλ.ουσ) rifrangibilità (θηλ.ουσ)
riformàbile (επίθ.) rifrattività (θηλ.ουσ)
riformàre (ρ. μτβ.) rifràtto (επίθ.)
riformarsi (ρ.μ. (αντων.)) rifrattometrìa (θηλ.ουσ)
riformatìvo (επίθ.) rifrattòmetro (ουσ αρσ )
riformàto (ουσ αρσ ) rifrattóre (ουσ αρσ )
riformàto (επίθ.) rifrattóre (επίθ.)
riformatóre (ουσ αρσ ) rifrazióne (θηλ.ουσ)
riformatóre (επίθ.) rifreddàre (ρ. μτβ. και αμετβ.)
riformatòrio (αρσ. επίθ και ουσ) rifreddarsi (ρ.μ. (αντων.))
riformazióne (θηλ.ουσ) rifréddo (ουσ αρσ )
riformìsmo (ουσ αρσ ) rifréddo (επίθ.)
riformìsta (ουσ αρσ και θηλ.) rifrìggere (ρ.αμτβ.)
riformìsta (επίθ.) rifrìggere (ρ. μτβ.)
riformìstico (επίθ.) rifrìtto (αρσ. επίθ και ουσ)
riforniménto (ουσ αρσ ) rifrittùme (ουσ αρσ )

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: