Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

prèsso (πρόθ.) prèsule (ουσ αρσ )
prèsso (επίρ.) presùmere (ρ. μτβ.)
pressoché (επίρ.) presumìbile (επίθ.)
pressofusióne (θηλ.ουσ) presumibilménte (επίρ.)
pressóio (ουσ αρσ ) presuntìvo (επίθ.)
pressòstato (ουσ αρσ ) presùnto (αρσ. επίθ και ουσ)
pressurizzàre (ρ. μτβ.) presuntuosàggine (θηλ.ουσ)
pressurizzazióne (θηλ.ουσ) presuntuosaménte (επίρ.)
prestabilìre (ρ. μτβ.) presuntuosità (θηλ.ουσ)
prestanóme (ουσ αρσ και θηλ.) presuntuóso (ουσ αρσ )
prestànte (αρσ. επίθ και ουσ) presuntuóso (επίθ.)
prestànza (θηλ.ουσ) presunzióne (θηλ.ουσ)
prestàre (ρ. μτβ.) presuòla (θηλ.ουσ)
prestàrsi (ρ. μ. αμτβ.) presuppórre (ρ. μτβ.)
prestatóre (ουσ αρσ ) presupposizióne (θηλ.ουσ)
prestavóce (ουσ αρσ και θηλ.) presuppósto (αρσ. επίθ και ουσ)
prestazióne (θηλ.ουσ) pretàglia (θηλ.ουσ)
prestézza (θηλ.ουσ) prêt–à–porter (ουσ αρσ )
prestidigitazióne (θηλ.ουσ) prète (ουσ αρσ )
prestigiatóre (ουσ αρσ ) pretendènte (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
prestìgio (ουσ αρσ ) pretèndere (ρ. μτβ.)
prestigióso (επίθ.) pretensióso (αρσ. επίθ και ουσ)
prèstito (ουσ αρσ ) pretenziosità (θηλ.ουσ)
prèsto (επίθ.) pretenzióso (αρσ. επίθ και ουσ)
prèsto (επίρ.) preterintenzionàle (επίθ.)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: