Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


pretenzióso  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [pretentˈsjoso], [pretentˈsjozo]

1 φιγουρατζής
2 με υπερβολικές διεκδικήσεις
3 φιλόδοξος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  pretenziosità preterintenzionale  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

prete (ουσ αρσ )
pretendente (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
pretendere (ρ. μτβ.)
pretensioso (αρσ. επίθ και ουσ)
pretenziosità (θηλ.ουσ)
pretenzioso (αρσ. επίθ και ουσ)
preterintenzionale (επίθ.)
preterintenzionalità (θηλ.ουσ)
preterire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
preterito (ουσ αρσ )
preterito (επίθ.)
preterizione (θηλ.ουσ)
pretermettere (ρ. μτβ.)
pretermissione (θηλ.ουσ)
preternaturale (επίθ.)
pretesa (θηλ.ουσ)
pretesco (επίθ.)
preteso (αρσ. επίθ και ουσ)
pretesta (θηλ.ουσ)
pretestato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---