Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


preterintenzionalità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [preterintentsjonaliˈta]

έλλειψη πρόθεσης


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  preterintenzionale preterire  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

pretendere (ρ. μτβ.)
pretensioso (αρσ. επίθ και ουσ)
pretenziosità (θηλ.ουσ)
pretenzioso (αρσ. επίθ και ουσ)
preterintenzionale (επίθ.)
preterintenzionalità (θηλ.ουσ)
preterire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
preterito (ουσ αρσ )
preterito (επίθ.)
preterizione (θηλ.ουσ)
pretermettere (ρ. μτβ.)
pretermissione (θηλ.ουσ)
preternaturale (επίθ.)
pretesa (θηλ.ουσ)
pretesco (επίθ.)
preteso (αρσ. επίθ και ουσ)
pretesta (θηλ.ουσ)
pretestato (επίθ.)
pretesto (ουσ αρσ )
pretestuoso (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---