Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpretéso
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [preˈteso] 1 υποτιθέμενος 2 θεωρούμενος 3 αποκαλούμενος 4 ισχυριζόμενος 5 διεκδικούμενος 6 απαιτούμενος 7 προσποιητός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |