Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpretòrio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [preˈtɔrjo] πραιτόριο pretòrio επίθετο Προσφορά I.P.A.: [preˈtɔrjo] 1 δικαστικός 2 ο των πραιτοριανών permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |