Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


pretùra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [preˈtura]

1 πρωτοδικείο
2 αξίωμα πραιτοριανού
3 πλημμελειοδικείο
4 ειρηνοδικείο
5 κατώτερο δικαστήριο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  pretto prevalente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

pretorio (επίθ.)
pretrattamento (ουσ αρσ )
pretrattare (ρ. μτβ.)
prettamente (επίρ.)
pretto (επίθ.)
pretura (θηλ.ουσ)
prevalente (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
prevalentemente (επίρ.)
prevalenza (θηλ.ουσ)
prevalere (ρ.αμτβ.)
prevaricare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
prevaricatore (αρσ. επίθ και ουσ)
prevaricazione (θηλ.ουσ)
prevedere (ρ. μτβ.)
prevedibile (επίθ.)
prevedibilità (θηλ.ουσ)
prevendita (θηλ.ουσ)
prevenire (ρ. μτβ.)
preventivamente (επίρ.)
preventivare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---