Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


prevedìbile  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [preveˈdibile]

1 ευπρόβλεπτος
2 προβλέψιμος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  prevedere prevedibilità  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

prevalere (ρ.αμτβ.)
prevaricare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
prevaricatore (αρσ. επίθ και ουσ)
prevaricazione (θηλ.ουσ)
prevedere (ρ. μτβ.)
prevedibile (επίθ.)
prevedibilità (θηλ.ουσ)
prevendita (θηλ.ουσ)
prevenire (ρ. μτβ.)
preventivamente (επίρ.)
preventivare (ρ. μτβ.)
preventivato (αρσ. επίθ και ουσ)
preventivo (ουσ αρσ )
preventivo (επίθ.)
preventorio (ουσ αρσ )
prevenuto (ουσ αρσ )
prevenuto (επίθ.)
prevenzione (θηλ.ουσ)
previamente (επίρ.)
previdente (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---