Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


prevenìre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [preveˈnire]

προλαμβάνω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  prevendita preventivamente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

prevaricazione (θηλ.ουσ)
prevedere (ρ. μτβ.)
prevedibile (επίθ.)
prevedibilità (θηλ.ουσ)
prevendita (θηλ.ουσ)
prevenire (ρ. μτβ.)
preventivamente (επίρ.)
preventivare (ρ. μτβ.)
preventivato (αρσ. επίθ και ουσ)
preventivo (ουσ αρσ )
preventivo (επίθ.)
preventorio (ουσ αρσ )
prevenuto (ουσ αρσ )
prevenuto (επίθ.)
prevenzione (θηλ.ουσ)
previamente (επίρ.)
previdente (επίθ.)
previdentemente (επίρ.)
previdenza (θηλ.ουσ)
previdenziale (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---