Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


previdènza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [previˈdɛntsa]

η πρόνοια


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  previdentemente previdenziale  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


previdenza [θηλ.] sociale = η κοινωνική πρόνοια


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

prevenuto (επίθ.)
prevenzione (θηλ.ουσ)
previamente (επίρ.)
previdente (επίθ.)
previdentemente (επίρ.)
previdenza (θηλ.ουσ)
previdenziale (επίθ.)
previo (επίθ.)
previsionale (επίθ.)
previsione (θηλ.ουσ)
previsto (ουσ αρσ )
previsto (επίθ.)
prevosto (ουσ αρσ )
preziario (αρσ. επίθ και ουσ)
preziosamente (επίρ.)
preziosismo (ουσ αρσ )
preziosità (θηλ.ουσ)
prezioso (ουσ αρσ )
prezioso (επίθ.)
prezzare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---