Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόprezióso
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [pretˈtsjoso], [pretˈtsjozo] πολύτιμο κόσμημα prezióso επίθετο Προσφορά I.P.A.: [pretˈtsjoso], [pretˈtsjozo] πολύτιμος (-η, -ο) permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαpietra [θηλ.] preziosa = ο πολύτιμος λίθος Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |