Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


preziosità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [prettsjosiˈta]

1 μεγάλη αξία
2 πολυτιμότητα
3 υπερβολική λεπτότητα ή τελειοποίηση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  preziosismo prezioso  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

previsto (επίθ.)
prevosto (ουσ αρσ )
preziario (αρσ. επίθ και ουσ)
preziosamente (επίρ.)
preziosismo (ουσ αρσ )
preziosità (θηλ.ουσ)
prezioso (ουσ αρσ )
prezioso (επίθ.)
prezzare (ρ. μτβ.)
prezzemolo (ουσ αρσ )
prezzo (ουσ αρσ )
prezzolare (ρ. μτβ.)
prezzolato (αρσ. επίθ και ουσ)
priamo (ουσ αρσ )
priapismo (ουσ αρσ )
priapo (ουσ αρσ )
prigione (θηλ.ουσ)
prigionia (θηλ.ουσ)
prigioniero (ουσ αρσ )
prigioniero (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---