Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


prezzolàto  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [prettsoˈlato]

μισθοφόρος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  prezzolare priamo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

prezioso (επίθ.)
prezzare (ρ. μτβ.)
prezzemolo (ουσ αρσ )
prezzo (ουσ αρσ )
prezzolare (ρ. μτβ.)
prezzolato (αρσ. επίθ και ουσ)
priamo (ουσ αρσ )
priapismo (ουσ αρσ )
priapo (ουσ αρσ )
prigione (θηλ.ουσ)
prigionia (θηλ.ουσ)
prigioniero (ουσ αρσ )
prigioniero (επίθ.)
prillare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
prima (θηλ.ουσ)
prima (πρόθ.)
prima (επίρ.)
primariamente (επίρ.)
primario (ουσ αρσ )
primario (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---