Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


prigionièro  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [priʤoˈnjɛro]

1 φυλακισμένος
2 εγκάθειρκτος
3 κρατούμενος
4 αιχμάλωτος
5 εγκάθειρκτος
6 δέσμιος
7 δεσμώτης

prigionièro  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [priʤoˈnjɛro]

φυλακισμένος (-η, -ο), αιχμάλωτος (-η, -ο)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  prigionia prillare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

priamo (ουσ αρσ )
priapismo (ουσ αρσ )
priapo (ουσ αρσ )
prigione (θηλ.ουσ)
prigionia (θηλ.ουσ)
prigioniero (ουσ αρσ )
prigioniero (επίθ.)
prillare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
prima (θηλ.ουσ)
prima (πρόθ.)
prima (επίρ.)
primariamente (επίρ.)
primario (ουσ αρσ )
primario (επίθ.)
primate (ουσ αρσ )
primati (ουσ αρσ πληθ.)
primaticcio (επίθ.)
primatista (ουσ αρσ και θηλ.)
primato (ουσ αρσ )
primavera (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---