Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


primavèra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [primaˈvɛra]

η άνοιξη


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  primato primaverile  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

primate (ουσ αρσ )
primati (ουσ αρσ πληθ.)
primaticcio (επίθ.)
primatista (ουσ αρσ και θηλ.)
primato (ουσ αρσ )
primavera (θηλ.ουσ)
primaverile (επίθ.)
primazia (θηλ.ουσ)
primaziale (επίθ.)
primeggiare (ρ.αμτβ.)
primevo (επίθ.)
primiera (θηλ.ουσ)
primiero (ουσ αρσ )
primiero (επίθ.)
primigenio (επίθ.)
primipara (θηλ.ουσ)
primitivamente (επίρ.)
primitivismo (ουσ αρσ )
primitività (θηλ.ουσ)
primitivo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---