Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόprimièro
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [priˈmjɛro] πρώτο μέρος primièro επίθετο Προσφορά I.P.A.: [priˈmjɛro] 1 προγενέστερος 2 πρώτος 3 προηγούμενος 4 πρότερος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |