Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόprìmo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈprimo] 1 το πρώτο 2 η πρώτη 3 πρωτιά prìmo επίθετο Προσφορά I.P.A.: [ˈprimo] πρώτος (-η, -ο) permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαa prima vista = με την πρώτη ματιά || di prima categoria = η πρώτη τάξη || di prima scelta = πρώτης διαλογής || materie [θηλ. πλυθ.] prime = οι πρώτες ύλες [f.] || (θέση) prima classe [θηλ.] = (posto) η πρώτη θέση || prima classe [θηλ.] = η πρώτη θέση || prima colazione [θηλ.] = το πρόγευμα, το πρωινό || prima colazione [θηλ.] = το πρωινό κολατσιό Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |