Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


principàle  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [prinʧiˈpale]

ο προϊστάμενος

principàle  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [prinʧiˈpale]

κύριος (-α, -ο)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  primulacee principalmente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

primogenitura (θηλ.ουσ)
primordiale (επίθ.)
primordio (ουσ αρσ )
primula (θηλ.ουσ)
primulacee (θηλ. ουσ πληθ.)
principale (ουσ αρσ )
principale (επίθ.)
principalmente (επίρ.)
principato (ουσ αρσ )
principe (αρσ. επίθ και ουσ)
principescamente (επίρ.)
principesco (επίθ.)
principessa (θηλ.ουσ)
principiante (ουσ αρσ )
principiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
principio (ουσ αρσ )
princisbecco (ουσ αρσ )
priora (θηλ.ουσ)
priorale (επίθ.)
priorato (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---