Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόprincisbécco
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [prinʧizˈbekko] 1 χρυσοχαλκός 2 απομίμηση χρυσού permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |