Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


pritanèo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [pritaˈnɛo]

πρυτανείο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  pristino privare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

prisco (επίθ.)
prisma (ουσ αρσ )
prismatico (επίθ.)
prismatoide (επίθ.)
pristino (επίθ.)
pritaneo (ουσ αρσ )
privare (ρ. μτβ.)
privatamente (επίρ.)
privatezza (θηλ.ουσ)
privatista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
privatistico (επίθ.)
privativa (θηλ.ουσ)
privativo (επίθ.)
privatizzare (ρ. μτβ.)
privatizzazione (θηλ.ουσ)
privato (ουσ αρσ )
privato (επίθ.)
privazione (θηλ.ουσ)
privilegiare (ρ. μτβ.)
privilegiato (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---