Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


privilegiàto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [privileˈʤato]

προνομιούχος άνθρωπος

privilegiàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [privileˈʤato]

προνομιούχος (-α, -ο)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  privilegiare privilegio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

privatizzazione (θηλ.ουσ)
privato (ουσ αρσ )
privato (επίθ.)
privazione (θηλ.ουσ)
privilegiare (ρ. μτβ.)
privilegiato (ουσ αρσ )
privilegiato (επίθ.)
privilegio (ουσ αρσ )
privo (επίθ.)
pro (ουσ αρσ )
pro (πρόθ.)
proavo (ουσ αρσ )
probabile (επίθ.)
probabilismo (ουσ αρσ )
probabilista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
probabilistico (επίθ.)
probabilità (θηλ.ουσ)
probabilmente (επίρ.)
probandato (ουσ αρσ )
probando (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---