Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


prò  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈprɔ]

τα υπέρ

prò  
πρόθεση

Προσφορά I.P.A.: [ˈprɔ]

1 προς το συμφέρον του
2 υπέρ
3 για χάρη του
4 προς όφελος του
5 για


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  privo proavo  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


i pro [αρσ. πλυθ. άκλ.] e i contro [αρσ. πλυθ. άκλ.] = τα ύπερ και τα κατά


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

privilegiare (ρ. μτβ.)
privilegiato (ουσ αρσ )
privilegiato (επίθ.)
privilegio (ουσ αρσ )
privo (επίθ.)
pro (ουσ αρσ )
pro (πρόθ.)
proavo (ουσ αρσ )
probabile (επίθ.)
probabilismo (ουσ αρσ )
probabilista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
probabilistico (επίθ.)
probabilità (θηλ.ουσ)
probabilmente (επίρ.)
probandato (ουσ αρσ )
probando (ουσ αρσ )
probante (επίθ.)
probativo (επίθ.)
probatorio (επίθ.)
probità (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---