Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


privazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [privatˈtsjone]

1 έλλειψη
2 αποστέρηση
3 στέρηση
4 απώλεια
5 ένδεια
6 ανέχεια
7 χρεία
8 στενότητα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  privato privilegiare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

privativo (επίθ.)
privatizzare (ρ. μτβ.)
privatizzazione (θηλ.ουσ)
privato (ουσ αρσ )
privato (επίθ.)
privazione (θηλ.ουσ)
privilegiare (ρ. μτβ.)
privilegiato (ουσ αρσ )
privilegiato (επίθ.)
privilegio (ουσ αρσ )
privo (επίθ.)
pro (ουσ αρσ )
pro (πρόθ.)
proavo (ουσ αρσ )
probabile (επίθ.)
probabilismo (ουσ αρσ )
probabilista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
probabilistico (επίθ.)
probabilità (θηλ.ουσ)
probabilmente (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---