Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόprivàto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [priˈvato] 1 η ιδιωτική ζωή 2 (persona) ο ιδιώτης 3 (δομάτιο) ιδιωτικός χώρος privàto επίθετο Προσφορά I.P.A.: [priˈvato] ιδιωτικός (-ή, -ό) permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαin privato = ιδιαιτέρως || investigatore [αρσ.] privato = ο ιδιωτικός αστυνομικός || lezioni [θηλ. πλυθ.] private = τα ιδιαίτερα μαθήματα || scuola [θηλ.] privata = το ιδιωτικό σχολείο Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |