Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


privatìsta  
αρσενικό και θηλ επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [privaˈtista]

1 εξωτερικός εξεταζόμενος
2 ιδιωτικός μαθητής


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  privatezza privatistico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

pristino (επίθ.)
pritaneo (ουσ αρσ )
privare (ρ. μτβ.)
privatamente (επίρ.)
privatezza (θηλ.ουσ)
privatista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
privatistico (επίθ.)
privativa (θηλ.ουσ)
privativo (επίθ.)
privatizzare (ρ. μτβ.)
privatizzazione (θηλ.ουσ)
privato (ουσ αρσ )
privato (επίθ.)
privazione (θηλ.ουσ)
privilegiare (ρ. μτβ.)
privilegiato (ουσ αρσ )
privilegiato (επίθ.)
privilegio (ουσ αρσ )
privo (επίθ.)
pro (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---