Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


prióra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [priˈora]

ηγουμένη


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  princisbecco priorale  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

principessa (θηλ.ουσ)
principiante (ουσ αρσ )
principiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
principio (ουσ αρσ )
princisbecco (ουσ αρσ )
priora (θηλ.ουσ)
priorale (επίθ.)
priorato (ουσ αρσ )
priore (ουσ αρσ )
prioria (θηλ.ουσ)
priorità (θηλ.ουσ)
prioritario (επίθ.)
prisco (επίθ.)
prisma (ουσ αρσ )
prismatico (επίθ.)
prismatoide (επίθ.)
pristino (επίθ.)
pritaneo (ουσ αρσ )
privare (ρ. μτβ.)
privatamente (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---