Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόprincipàto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [prinʧiˈpato] 1 πριγκιπάτο 2 τάξη αγγέλων 3 ηγεμονία permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαprincipato [αρσ.] di Monaco = το Πριγκηπάτο του Μονακό Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |