Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόprimòrdio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [priˈmɔrdjo] 1 αρχέγονο όργανο 2 πρώτη αρχή 3 καταβολή 4 αρχέγονος ιστός 5 αρχή 6 βλάστημα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |