Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


primòrdio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [priˈmɔrdjo]

1 αρχέγονο όργανο
2 πρώτη αρχή
3 καταβολή
4 αρχέγονος ιστός
5 αρχή
6 βλάστημα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  primordiale primula  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

primo (επίθ.)
primogenito (αρσ. επίθ και ουσ)
primogenitore (ουσ αρσ )
primogenitura (θηλ.ουσ)
primordiale (επίθ.)
primordio (ουσ αρσ )
primula (θηλ.ουσ)
primulacee (θηλ. ουσ πληθ.)
principale (ουσ αρσ )
principale (επίθ.)
principalmente (επίρ.)
principato (ουσ αρσ )
principe (αρσ. επίθ και ουσ)
principescamente (επίρ.)
principesco (επίθ.)
principessa (θηλ.ουσ)
principiante (ουσ αρσ )
principiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
principio (ουσ αρσ )
princisbecco (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---