Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


primitìvo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [primiˈtivo]

1 αγροίκος άνθρωπος
2 πρωτόγονος άνθρωπος
3 άξεστος άνθρωπος

primitìvo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [primiˈtivo]

πρωτόγονος (-η, -ο)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  primitività primizia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

primigenio (επίθ.)
primipara (θηλ.ουσ)
primitivamente (επίρ.)
primitivismo (ουσ αρσ )
primitività (θηλ.ουσ)
primitivo (ουσ αρσ )
primitivo (επίθ.)
primizia (θηλ.ουσ)
primo (ουσ αρσ )
primo (επίθ.)
primogenito (αρσ. επίθ και ουσ)
primogenitore (ουσ αρσ )
primogenitura (θηλ.ουσ)
primordiale (επίθ.)
primordio (ουσ αρσ )
primula (θηλ.ουσ)
primulacee (θηλ. ουσ πληθ.)
principale (ουσ αρσ )
principale (επίθ.)
principalmente (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---