Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόprimitivìsmo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [primitiˈvizmo] 1 πρωτογονισμός 2 πίστη στην φυσική ζωή 3 πριμιτιβισμός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |