Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόprimàto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [priˈmato] 1 πρωτιά 2 ξεπέρασμα 3 αρχηγία 4 υπεροχή 5 ανωτερότητα 6 ρεκόρ permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |