Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


primàrio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [priˈmarjo]

ο αρχίατρος

primàrio  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [priˈmarjo]

1 κεφαλαιώδης
2 γενεσιουργός
3 βασικός
4 στοιχειώδης (για πρώτο επίπεδο εκπαίδευσης)
5 σημαντικότερος
6 πρωταρχικός
7 θεμελιώδης
8 σπουδαιότερος
9 κύριος
10 ζωτικός
11 πρώτος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  primariamente primate  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

prillare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
prima (θηλ.ουσ)
prima (πρόθ.)
prima (επίρ.)
primariamente (επίρ.)
primario (ουσ αρσ )
primario (επίθ.)
primate (ουσ αρσ )
primati (ουσ αρσ πληθ.)
primaticcio (επίθ.)
primatista (ουσ αρσ και θηλ.)
primato (ουσ αρσ )
primavera (θηλ.ουσ)
primaverile (επίθ.)
primazia (θηλ.ουσ)
primaziale (επίθ.)
primeggiare (ρ.αμτβ.)
primevo (επίθ.)
primiera (θηλ.ουσ)
primiero (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---