Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


prìma  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈprima]

1 teatro η πρεμιέρα
2 auto η πρώτη
3 scuola η πρώτη

prìma  
πρόθεση

Προσφορά I.P.A.: [ˈprima]

προ

prìma  
επίρρημα

Προσφορά I.P.A.: [ˈprima]

1 πρώτα
2 (in anticipo) νωρίς
3 (più presto) πιό γρήγορα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  prillare primariamente  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


prima o poi = όπου νάναι


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

prigione (θηλ.ουσ)
prigionia (θηλ.ουσ)
prigioniero (ουσ αρσ )
prigioniero (επίθ.)
prillare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
prima (θηλ.ουσ)
prima (πρόθ.)
prima (επίρ.)
primariamente (επίρ.)
primario (ουσ αρσ )
primario (επίθ.)
primate (ουσ αρσ )
primati (ουσ αρσ πληθ.)
primaticcio (επίθ.)
primatista (ουσ αρσ και θηλ.)
primato (ουσ αρσ )
primavera (θηλ.ουσ)
primaverile (επίθ.)
primazia (θηλ.ουσ)
primaziale (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---