Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


primariaménte  
επίρρημα

Προσφορά I.P.A.: [primarjaˈmente]

1 κατ'αρχήν
2 αρχικά
3 πρωταρχικά
4 κυρίως
5 πρώτα και σπουδαιότερα
6 στην πρώτη θέση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  prima primario  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

prigioniero (επίθ.)
prillare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
prima (θηλ.ουσ)
prima (πρόθ.)
prima (επίρ.)
primariamente (επίρ.)
primario (ουσ αρσ )
primario (επίθ.)
primate (ουσ αρσ )
primati (ουσ αρσ πληθ.)
primaticcio (επίθ.)
primatista (ουσ αρσ και θηλ.)
primato (ουσ αρσ )
primavera (θηλ.ουσ)
primaverile (επίθ.)
primazia (θηλ.ουσ)
primaziale (επίθ.)
primeggiare (ρ.αμτβ.)
primevo (επίθ.)
primiera (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---